- περιχθών
- περιχθώνmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α φρ. «περίχθων ὠκεανός» ο ωκεανός που ρέει γύρω από τη γη, που περικυκλώνει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων)] … Dictionary of Greek
περίχθων — περί̱χθων , περί ἱκνέομαι come perf imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιχθόνιος — ον, Μ [περίχθων, ονος] αυτός που καλύπτει ολόγυρα τη γη («τὴν περιχθόνιον πόαν», Θεοφ. Σιμ.) … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek